ἀπότολμος

ἀπότολμος
ἀπότολμος, ον,
A bold, daring, Heph.Astr.3.34, Sch.Opp.H.1.112.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπότολμος — bold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότολμος — η, ο (AM ἀπότολμος, ον) 1. τολμηρός, θαρραλέος 2. ριψοκίνδυνος 3. ικανός μσν. νεοελλ. επίρρ. απότολμα 1. με θάρρος 2. με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ ( άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • ἀποτολμότατον — ἀπότολμος bold masc acc superl sg ἀπότολμος bold neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότολμοι — ἀπότολμος bold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”